- οἰνηγίαι
- οἰνηγίᾱͅ , οἰνηγίαconveyance of winefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οινηγία — οἰνηγία, ἡ (Α) [οινηγός] μεταφορά κρασιού («οἰνηγίαι διαπόντιοι», Κλήμ. Αλεξ.) … Dictionary of Greek